προπαρασκευάζομαι

προπαρασκευάζομαι
προπαρασκευάζω
prepare beforehand
pres ind mp 1st sg
προπαρασκευάζω
prepare beforehand
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προπονώ — προπονῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. 1. προγυμνάζω αθλητή ή αθλητική ομάδα προκειμένου να διεκδικήσει τη νίκη σε έναν αγώνα 2. μέσ. προπονούμαι κάνω προπόνηση αρχ. 1. κοπιάζω προηγουμένως 2. κοπιάζω για χάρη κάποιου ή υπερασπίζοντας κάποιον 3. μοχθώ για να… …   Dictionary of Greek

  • προσκευάζομαι — Α [σκευάζομαι] προπαρασκευάζομαι …   Dictionary of Greek

  • προαλείφομαι — προαλείφτηκα, προετοιμάζομαι, προπαρασκευάζομαι για κάτι: Προαλείφεται για υπουργός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”